καταδικαστέος

καταδικαστέος
-α, -ο
αυτός που μπορεί ή πρέπει να καταδικαστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καταδικάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στην εφημερίδα Επιθεώρησις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κολάσιμος — η, ο αυτός που είναι άξιος τιμωρίας, αυτός που πρέπει να τιμωρηθεί, καταδικαστέος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κολάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”